προβοδίζω

προβοδίζω
προβοδίζω και προβοδώ προβόδισα, συνοδεύω για λίγο κάποιον που αναχωρεί, ξεπροβοδώ, ξεβγάνω, κατευοδώνω, προπέμπω: Μ' αμάξια και με άλογα την κόρη προβοδούσε (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προβοδίζω — Ν βλ. προβοδώ …   Dictionary of Greek

  • προβοδώ — άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Ν προπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι) 2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ ευοδῶ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ξεπροβοδίζω — και ξεπροβοδώ συνοδεύω κάποιον που αποχωρεί, κατευοδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + προβοδώ / προβοδίζω] …   Dictionary of Greek

  • προβόδισμα — το, Ν [προβοδίζω] προπομπή, κατευόδωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”