- προβοδίζω
- προβοδίζω και προβοδώ προβόδισα, συνοδεύω για λίγο κάποιον που αναχωρεί, ξεπροβοδώ, ξεβγάνω, κατευοδώνω, προπέμπω: Μ' αμάξια και με άλογα την κόρη προβοδούσε (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.